-
1 χραίνω
A : [tense] aor. (lyr.); subj. ; inf.χρᾶναι Poll.7.129
, Porph. Chr.49:—touch slightly, ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, i.e. keeping aloof from it, E.Or. 919; χ. οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός, of fishes, Achae.27.3: hence, smear, paint,χ. ἢ ἀποχραίνειν Pl.Lg. 769a
, cf. Poll. l.c., Max.Tyr.40.2: besmear, anoint, τινι Nic.Al. 246:—[voice] Pass.,χραινομένην μέλιτι AP7.622
(Antiphil.).2 stain,βωμὸν αἵματι μήλων B.10.111
; , cf. Fr. 327; defile,μιάσματι μυχὸν ἔχρανας Id.Eu. 170
(lyr.); esp. of moral pollution, , cf. E.Hipp. 1266, Hec. 366;ὄμμα χ. θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς Id.Hipp. 1438
;οὔτε φόνῳ τοὺς τῶν θεῶν βωμοὺς χραίνειν δεῖ Porph.Abst.2.28
; of words, θεῶν ὀνόματα μὴ χ. ῥᾳδίως Pl.Lg. 917b:—[voice] Med.,χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
:—[voice] Pass.,αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα A.Supp. 266
;καπνῷ χραίνεται πόλισμα Id.Th. 342
(lyr.), cf. S.OC 368;τὰ ὄμματα μὴ κεχράνθαι τοῖς ἀσεβήμασι Jul.Or.7.205a
;ὄψιν τε καὶ ἀκοὴν ἐχράνθημεν Hld.10.9
.
См. также в других словарях:
χραίνω — ΜΑ μιαίνω, μολύνω, κυρίως από ηθική άποψη («λέχη δὲ τοῡ θανόντος ἐν χεροῑν ἐμαῑν χραίνω», Σοφ.) αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου 2. χρωματίζω («γυναικὸς τέχνῃ ἐλέφαντα χραινούσης φοίνικι», Μάξ.) 3. αλείφω, επαλείφω («τῷ μὲν… … Dictionary of Greek